Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ληστρικός, επίθ.
-
- Που αναφέρεται, ανήκει ή ταιριάζει σε ληστές:
- ληστρικής εφόδου (Διγ. Ζ 3521)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- υπελάμβανον τον παίδα του Φιλίππου … ληστρικά φρονούντα (Βίος Αλ. 2919).
- Το ουδ. ως ουσ. = ληστρική διάθεση, αρπακτικότητα:
- το πανούργον και ληστρικόν του Τζινεΐτ (Δούκ. 14321)·
- (στο συγκρ.):
- προς το ληστρικότερον εσέβην η ψυχή του (Λίβ. Ν 2994).
[αρχ. επίθ. λῃστρικός. Η λ. και σήμ.]
- Που αναφέρεται, ανήκει ή ταιριάζει σε ληστές:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ληστρικός -ή -ό [listrikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με ληστές, που αναφέρεται σε αυτούς: Ληστρική επιδρομή. 2. (μτφ.) που έχει το χαρακτήρα ληστείας: Ληστρικές συμβάσεις, που γίνονται με όρους καταφανώς και μονομερώς βλαπτικούς για τον ένα συμβαλλόμενο.
[λόγ. < αρχ. λFηστρικός]