Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ληστεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ληστεύω [listévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. αφαιρώ βίαια και ιδιοποιούμαι ξένα περιουσιακά στοιχεία (χρήματα ή αντικείμενα)· (πρβ. κλέβω): Λήστεψαν την τράπεζα μέρα μεσημέρι. Tη χτύπησαν και τη λήστεψαν μέσα στο σπί τι της. 2. (μτφ.) πραγματοποιώ υπερβολικά υψηλό κέρδος σε βάρος άλλου ή άλλων, αισχροκερδώ: Xτες το βράδυ στα μπουζούκια μάς λήστεψαν κανονικά.

[λόγ. < αρχ. λFηστεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
ληστεύω.
  • Κάνω ληστεία· ασκώ βία:
    • τούτον τον κόσμον τόν κρατείς ληστεύεις και κρατείς τον (Λίβ. Esc. 3373).

[αρχ. λῃστεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες