Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λησμονώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λησμονώ [lizmonó] -ιέμαι Ρ10.11 : (συναισθ.) ξεχνώ. ΠAΡ Mάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ξεχνάει κανείς εύκολα αυτόν με τον οποίο δεν έχει συχνή επαφή. Ο Θεός* αργεί, μα δε λησμονεί.

[ελνστ. λησμονῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
λησμονώ· αλησμονώ· ελησμονώ.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Δε θυμούμαι, ξεχνώ, μου διαφεύγει κ.:
          • (Κομν., Διδασκ. Δ 223
          • Ο … βασιλεύς εσκοτίσθη και αλησμόνησε να τον ερωτήσει (Hagia Sophia ω 5226
        • β) σβήνω από τη μνήμη μου θεληματικά κ., παύω να το σκέφτομαι:
          • Αν τις ποιήσει σε καλόν … μην το αλησμονήσεις (Σπαν. Α 353
          • ελησμόνησα τας ατυχίας (Λίβ. Ν 2206· Αιτωλ., Μύθ. 14030).
      • 2) Απαρνιέμαι, εγκαταλείπω κάπ. ή κ.:
        • Φυλάξου εσέν πρόσποτε να αλησμονήσεις τον Κύριο (Πεντ. Δευτ. VI 12· Διγ. Άνδρ. 33534).
      • 3) Παραμελώ, αδιαφορώ για κάπ. ή κ.:
        • Ο ρήγας ελησμόνησέν μας (Μαχ. 1805
        • πάσα δουλειά αλησμόνησε (Πανώρ. Γ́ 511
        • φρ. αλησμονούμαι από το στόμα κάπ. = παύει να γίνεται λόγος για μένα:
          • (Πεντ. Δευτ. XXXI 21).
      • 4) Παραλείπω να μνημονεύσω κάπ.:
        • Δόκτοροι, αλησμόνησα τον Σανγινάτσο Πόλο (Τζάνε, Φιλον. 58821).
      • 5) Αθετώ, παραβαίνω:
        • την συμφωνία που ποίκαμε μην την αλησμονήσεις (Θησ. Γ́ [588]).
    • Β́ (Αμτβ.) ξεχνώ:
      • επαίδευσά τους ολίγον να μάθουν και να μηδέν αλησμονούν (Διγ. Άνδρ. 35931).
  • II. (Μέσ., με ενεργ. σημασ.) ξεχνώ, λησμονώ:
    • (Κορων., Μπούας 104).

[παλαιότ. λησμονέω (5. αι., Lampe) <αρχ. επίθ. λήσμων. Ο τ. αλ‑ στο Meursius. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες