Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λησμονιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λησμονιά η [lizmoná] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (συναισθ.) η λήθη, το να ξεχνάει κανείς ή να ξεχνιέται κτ. ANT θύμησηβ: Στο κρασί ζητώ τη ~, πίνω για να ξεχνώ (τα βάσανά μου). || Tο νερό της λησμονιάς, (σύμφωνα με αρχαίες και νεότερες δοξασίες) το νερό που κάνει αυτόν που το πίνει να ξεχνάει.

[λησμον(ώ) -ιά (πρβ. ελνστ. λησμονή ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
λησμονιά η· αλησμονιά.
– Βλ. και λησμονή.
  • α) Λήθη, λησμονιά:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 14019
  • β) παράλειψη, εξαίρεση:
    • ο χαλαστής ολωνών των πραγμάτων καιρός δεν εμπορεί … να κάμει καμίαν αλησμονιάν (Ροδινός 162).
  • Φρ.
  • 1) Αφήνω κάπ. σε λησμονιά = λησμονώ, παραλείπω:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20326).
  • 2) Βάνω κ. εις λησμονιά = κάνω κ. να ξεχαστεί:
    • (Ροδολ. Β́ 512).
  • 3) Μπαίνω εις λησμονιά = ξεχνιέμαι:
    • (Ερωφ. Πρόλ. 32).

[<λησμονώ + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. στο Βλάχ. (‑κιά). Η λ. στο Somav. (λ. ‑ή) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λησμονιάρης, επίθ.· αλησμονιάρης.
  • Που λησμονεί, ξεχασιάρης:
    • παιδία ενθυμητικά, είτε το εναντίον … αλησμονιάρικα (Σοφιαν., Παιδαγ. 114).

[<ουσ. λησμονιά + κατάλ. ‑άρης. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. (πβ. αυτ. και λ. αλησμονιάρικος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες