Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ληξιπρόθεσμος -η -ο [liksipróθezmos] Ε5 : που η προθεσμία του έληξε: Ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο / δάνειο.
ληξιπρόθεσμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. λήξι(ς) + προθεσμ(ία) -ος]