Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ληξιαρχικός -ή -ό [liksiarxikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στο ληξίαρχο. 2. (για έγγραφο) που δίνει, που βεβαιώνει στοιχεία και γεγονότα που σχετίζονται με την αστική κατάσταση των πολιτών (γεννήσεις, γάμοι, θάνατοι, διαζύγια κτλ.): Ληξιαρχική πράξη γέννησης / γάμου / θανάτου. Ληξιαρχικά βιβλία, όπου καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις. (έκφρ.) ληξιαρχική πράξη θανάτου*.
[λόγ. < αρχ. ληξιαρχικός `που ανήκει στο ληξίαρχο΄]