Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ληξιαρχείο το [liksiarxío] Ο39 : η δημόσια υπηρεσία στην οποία τηρούνται τα ληξιαρχικά βιβλία και ο χώρος στον οποίο στεγάζεται: Πρέπει να δηλώσετε το γάμο σας στο ~.
[λόγ. < αρχ. ληξιαρχεῖον `γραφείο όπου αναγράφονταν οι νόμοι΄]