Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ληξίαρχος ο [liksíarxos] Ο20α : υπάλληλος επιφορτισμένος με την τήρηση των ληξιαρχικών βιβλίων.
[λόγ. < αρχ. ληξίαρχος `αξιωματούχος που επέβλεπε την τάξη στην εκκλησία του δήμου΄]