Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεωφορείο το [leoforío] Ο39 : μεγάλο πολυθέσιο αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης που εκτελεί δρομολόγια μεταφέροντας επιβάτες: Aστικό / υπεραστικό ~. Θα πάρεις το ~ ή θα πας με ταξί;
[λόγ. λεωφόρ(ος) -είον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεωφορειούχος ο [leoforiúxos] Ο18 : ιδιοκτήτης λεωφορείου ή λεωφορείων: Οι λεωφορειούχοι κατέβηκαν σε απεργία.
[λόγ. λεωφορεί(ον) + -ούχος]