Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευκοπλάστης ο [lefkoplástis] Ο10 & λευκοπλάστ το [lefkoplást] Ο (άκλ.) : είδος κολλητικής ταινίας που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, για να συγκρατεί επιδέσμους επάνω στο δέρμα.
[λόγ. < γαλλ. leucoplaste < leuco- = λευκο- + -plaste < αρχ. πλαστός με σύγχυση ανάμεσα στα πλαστός - πλάστης· λόγ. < γαλλ. leucoplaste χωρίς μορφολ. προσαρμ.]