Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευκαντικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λευκαντικός -ή -ό [lefkandikós] Ε1 : που καθιστά κτ. λευκό: Λευκαντικά μέσα / λευκαντικές ουσίες, χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για λευκάνσεις. || (ως ουσ.) το λευκαντικό, ονομασία χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται για τη λεύκανση των ασπρορούχων κυρίως: Mην ξεχάσεις να βάλεις λευκαντικό στο πλυντήριο.

[λόγ. < ελνστ. λευκαντικός `για άσπρισμα΄ σημδ. γαλλ. blanchissant & αγγλ. whitening]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες