Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευκαίνω [lefkéno] -ομαι Ρ7.2 : κάνω κτ. λευκό· ασπρίζω1: Aυτό το απορρυπαντικό δε λευκαίνει αρκετά τα ασπρόρουχα. || γίνομαι λευκός, ασπρίζω2: Tα μαλλιά μου άρχισαν σιγά σιγά να λευκαίνουν.
[λόγ. < αρχ. λευκαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λευκαίνω.
-
- 1)
- α) Ασπρίζω, κάνω κ. λευκό, αστραφτερό:
- (Μάρκ., Βουλκ. 34714)·
- β) (προκ. για μάτια) διώχνω την κοκκινίλα, τον ερεθισμό:
- (Ιατροσ. κώδ. ωνδ́ )·
- γ) (μεταφ.) εξαγνίζω:
- ίνα λευκάνῃς την ψυχήν (Φυσιολ. (Legr.) 747).
- α) Ασπρίζω, κάνω κ. λευκό, αστραφτερό:
- 2) Διαλευκαίνω, αποσαφηνίζω:
- τα εκείνων ασαφή και αμαυρά ως οίον τε διασαφήσω και λευκανώ (Ιερακοσ. 39229).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ασπρισμένος, λευκός:
- κελία … λελευκασμένα λία (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1186).
[αρχ. λευκαίνω. Η λ. και σήμ.]
- 1)