Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευκάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λευκάζω [lefkázo] Ρ2.1α : (λογοτ.) φαίνομαι λευκός· ασπρίζω3: Στο βάθος της κοιλάδας λεύκαζαν μερικά μικρά σπιτάκια.

[λόγ. < μσν. λευκάζω < λευκ(ός) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες