Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευίτης ο [levítis] Ο10 : 1. ιερέας των Iουδαίων, κληρικός. 2. για κληρικούς ηλικιωμένους και αξιοσέβαστους: Σεβάσμιος / αγαθός ~.
[λόγ. < ελνστ. Λευΐτης < Λευ(ΐ) < εβρ. Lēw(ī) (τρίτος γιος του Iακώβ) -ίτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- λευίτης ο.
-
- Ιερέας του Ισραήλ από την ιερατική φυλή Λευί:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 200v).
[μτγν. ουσ. Λευίτης. Η λ. και σήμ.]
- Ιερέας του Ισραήλ από την ιερατική φυλή Λευί: