Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεττονικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεττονικός -ή -ό [letonikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη Λεττονία ή στους Λεττονούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Λεττονική κυβέρνηση / πρωτεύουσα / γλώσσα. || (ως ουσ.) η λεττονική, τα λεττονικά, η λεττονική γλώσσα. λεττονικά ΕΠIΡΡ σε λεττονική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Λεττον(ία) -ικός < γαλλ. Lettonn(ie) -ία (από τα λεττονικά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες