Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λετσαρία η [letsaría] Ο25α : (οικ.) 1. το σύνολο των λέτσων: Έχει μαζευτεί όλη η ~ της περιοχής. 2. ο λέτσος καθώς και η κατάσταση του λέτσου.
[λέτσ(ος) -αρία]