Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λερώνω [leróno] -ομαι Ρ1 : 1α. κάνω βρόμικο κτ. που ήταν καθαρό· βρομίζω: Πάτησα στις λάσπες και λέρωσα τα παπούτσια μου. Πρόσεξε μη λερώσεις το πάτωμα. Tο πουκάμισό σου είναι λερωμένο. || (παθ.): Πρέπει ν΄ αλλάξω το μωρό, γιατί λερώθηκε πάλι, κατουρήθηκε, έκανε τα κακά του επάνω του. β. γίνομαι βρόμικος: Tα άσπρα ρούχα λερώνουν πολύ εύκολα. Tα τζάμια θέλουν καθάρισμα, γιατί λέρωσαν. 2. (μτφ., για ενέργειες, συμπεριφορές αντίθετες προς την ηθική) προσβάλλω, αμαυρώνω, κηλιδώνω: Συκοφαντίες που λερώνουν την τιμή και την υπόληψη ενός ανθρώπου. Λερώθηκε η τιμή της οικογένειας. ΦΡ απ΄ όπου κι αν τον πιάσεις, λερώνεσαι, για άνθρωπο ανήθικο, ανέντιμο, αισχρό. έχει τη φωλιά* του λερωμένη.
[μσν. λερώνω < λερ(ός) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λερώνω.
-
- Βρομίζω, ρυπαίνω· (εδώ) η μτχ. ως επίθ. = βρόμικος:
- τσάντσαλον είχεν στούπινον, καβάδιν λερωμένον (Προδρ. III 66).
[<επίθ. λερός + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Βρομίζω, ρυπαίνω· (εδώ) η μτχ. ως επίθ. = βρόμικος: