Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεπτομερειακός -ή -ό [leptomeriakós] Ε1 : 1. λεπτομερής: ~ έλεγχος / απολογισμός. 2. που είναι επουσιώδης, δευτερεύουσας σημασίας: Λεπτο μερειακό θέμα / ζήτημα.
λεπτομερειακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. λεπτομέρει(α) -ακός]