Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτολογία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπτολογία η [leptolojía] Ο25 : η λεπτομερής, που φτάνει ως την υπερβολή, εξέταση ενός πράγματος, μιας υπόθεσης, ενός θέματος κτλ.: Kουραστική / σχολαστική ~.

[λόγ. < αρχ. λεπτολογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες