Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεπτοκαμωμένος -η -ο [leptokamoménos] Ε3 : (για άνθρ.) που το σώμα του συνολικά ή κάποια επί μέρους χαρακτηριστικά ή μέλη του είναι λεπτά και σχετικά κομψά. ANT χοντροκαμωμένος: Ψηλή και λεπτοκαμωμένη κοπέλα / γυναίκα. Λεπτοκαμωμένο σώμα / πρόσωπο. Λεπτοκαμωμένη μύτη.
[λόγ. λεπτο- + καμωμένος]