Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεπτεπίλεπτος -η -ο [leptepíleptos] Ε5 : ΣYN ντελικάτος. 1. που είναι πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, ευπαθής στις αρρώστιες. ANT σκληραγωγημένος. || (ως ουσ.). 2. που είναι υπερβολικά λεπτός και εξεζητημένος στους τρόπους, στα φερσίματα. ANT χοντροκομμένος. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. *λεπτεπίλεπτος (στο συγκρ. λεπτεπιλεπτότερος) `εξαιρετικά αδύνατος΄]