Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεπταίνω [lepténo] Ρ7.4α : ANT χοντραίνω. α. καθιστώ κτ. λεπτό: Πρέπει να λεπτύνουμε το έλασμα με τη λίμα. β. κάνω τη φωνή μου οξεία, ψιλή: Λέπτυνες τη φωνή σου και δε σε γνώρισα στο τηλέφωνο. γ. κάνω κπ. να γίνει ή να φαίνεται αδύνατος. ANT παχαίνω: Aυτό το φόρεμα σε λεπταίνει. || γίνομαι λεπτός: Tο σκοινί λέπτυνε πολύ και κινδυνεύει να σπάσει. Έκανε δίαιτα και λέπτυνε. Mετά την εγχείρηση στις αμυγδαλές η φωνή της λέπτυνε, έγινε πιο οξεία, ψιλή.
[αρχ. λεπτ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]