Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτά
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
λεπτά, επίρρ.
– Πβ. και λεπτώς.
  • Με κάθε λεπτομέρεια, με ακρίβεια· προσεχτικά:
    • λεπτά τονε ρωτάει (Θησ. Δ́ [344]
    • παπάδες διαλεμένοι … λεπτά να ’πιχειρίζουνται να κάμνουν την θυσίαν (Χούμνου, Κοσμογ. 2792
    • άκο να σε το ειπώ, λεπτά να το ακούσεις (Χρον. Τόκκων 2676).

[αρχ. επίρρ. λεπτά. Τ. λεφτά σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπταίνω [lepténo] Ρ7.4α : ANT χοντραίνω. α. καθιστώ κτ. λεπτό: Πρέπει να λεπτύνουμε το έλασμα με τη λίμα. β. κάνω τη φωνή μου οξεία, ψιλή: Λέπτυνες τη φωνή σου και δε σε γνώρισα στο τηλέφωνο. γ. κάνω κπ. να γίνει ή να φαίνεται αδύνατος. ANT παχαίνω: Aυτό το φόρεμα σε λεπταίνει. || γίνομαι λεπτός: Tο σκοινί λέπτυνε πολύ και κινδυνεύει να σπάσει. Έκανε δίαιτα και λέπτυνε. Mετά την εγχείρηση στις αμυγδαλές η φωνή της λέπτυνε, έγινε πιο οξεία, ψιλή.

[αρχ. λεπτ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπταισθησία η [leptesθisía] Ο25 : ευαισθησία, ευγένεια, λεπτότητα αισθημάτων.

[λόγ. λεπτ(ο)- + αίσθησ(ις) -ία κατά το ευαισθησία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπταίσθητος -η -ο [leptésθitos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από λεπτά, ευγενικά αισθήματα, από λεπτό γούστο.

[λόγ. λεπτ(ο)- + αίσθη(σις) -τος κατά το ευαίσθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες