Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεπίδι το [lepíδi] Ο44 : 1. η λεπίδα. 2. το κοφτερό όργανο, το μαχαίρι. ΦΡ έπεσε ~ ή τον (τους) πέρασε από ~, για ομαδική σφαγή και μτφ. για μαζικές κυρίως απολύσεις, εκκαθαρίσεις, αυστηρές τιμωρίες κ.ά.: Στις εξετάσεις έπεσε ~. Tους αξιωματικούς που πρόδωσαν, τους πέρασαν από ~.
[ελνστ. λεπίδι(ο)ν υποκορ. του αρχ. λεπίς (δες στο λεπίδα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λεπίδι το· λεμπίδι.
-
- Μαχαίρι:
- Να τση το δίδει το ψωμί στου λεμπιδιού τη μούρη (Πανώρ. Γ́ 367).
[μτγν. ουσ. λεπίδιον. Ο τ. <ουσ. λεμπίδα (βλ. λεπίς, ετυμ.) και σήμ. κρητ. με διαφορ. σημασ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Μαχαίρι: