Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεοπάρδαλη η [leopárδali] Ο33 : αιλουροειδές σαρκοβόρο θηλαστικό της Aφρικής με χρυσοκίτρινο τρίχωμα και μαύρες βούλες· ο αφρικανικός πάνθηρας.
[λόγ. λεοπάρδαλ(ις) -η συμφυρ. ελνστ. λεό(παρδος < λατ. pardus) ὁ + αρχ. πάρδαλις ἡ]