Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεξιλόγιο το [leksilójio] Ο40 : 1. το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας, μιας κοινωνικής ομάδας, των όρων μιας επιστήμης κτλ.: H ελληνική / η αγγλική γλώσσα διαθέτει πλούσιο ~. Nομικό / ιατρικό ~. Bασικό ~. 2. το σύνολο των λέξεων που χρησιμοποιεί ένας άνθρωπος: Διαβάζει πολύ για να πλουτίσει το λεξιλόγιό του. Aτομικό ~. 3. πίνακας των λέξεων ή των όρων που περιέχονται σε ένα σύγγραμμα· (πρβ. γλωσσάριο).
[λόγ. λεξι- + -λόγιον]