Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεξικολογικός -ή -ό [leksikolojikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στη λεξικολογία ή στο λεξικολόγο.
[λόγ. < γαλλ. lexicologique < lexico log(ie) = λεξικολογ(ία) -ique = -ικός]