Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεξικογραφικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεξικογραφικός -ή -ό [leksikoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λεξικογραφία ή στο λεξικογράφο: Λεξικογραφικές μελέτες / έρευνες.

[λόγ. λεξικογραφ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες