Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεμόνι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεμόνι το [lemóni] Ο44 : ωοειδής καρπός, που έχει παχύ κίτρινο φλοιό και χυμό με ξινή γεύση, που παράγεται από το δέντρο λεμονιά: Zουμερά λεμόνια. Είναι ξινό σαν ~, για κτ. πολύ ξινό. Kίτρινος σαν ~, για πολύ ωχρό άνθρωπο. || χυμός λεμονιού: Γρανίτα / παγωτό ~.

[μσν. λεμόνι < λιμόνι ( [i > e] από επίδρ. του [l] ;) < ιταλ. limon(e) < αραβ., περσ. laymūn]

[Λεξικό Κριαρά]
λεμόνι το.
  • Λεμόνι:
    • (Byz. Kleinchron. Ά 51242).
  • Η λ. στον τ. λιμόνι στον πληθ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 2895).

[<ιταλ. limone. Θηλ. ‑η παλαιότ. (L‑S Suppl.). Τ. ‑ιον στο Meursius (λαι‑). Η λ. στο Du Cange (‑η· αυτ. και τ. λι‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεμονιά η [lemoná] Ο24 : δέντρο εσπεριδοειδές των θερμών χωρών, που παράγει τα λεμόνια: Aνθισμένες λεμονιές. Tα μαλλιά της νύφης ήταν στολισμένα με άνθη λεμονιάς.

[λεμόν(ι) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
λεμονιά η· λεϊμονιά.
  • Λεμονιά:
    • (Πανώρ. Γ́ 109).

[<ουσ. λεμόνι + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. και σήμ. σε δημ. τραγ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Λεμόνιος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. λεμόνι:
    • Λεμονίου του μεγάλου δρογγαρίου (Πωρικ. I 9).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεμονίτα η [lemoníta] Ο25α : αεριούχα λεμονάδα.

[λεμόν(ι) -ίτα κατά το γρανίτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες