Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεμονόκουπα η [lemonókupa] Ο27α : το καθένα από τα δύο μισά ενός στυμμένου λεμονιού: Πέτα τις λεμονόκουπες στα σκουπίδια. (έκφρ.) πετάω κπ. σαν (στυμμένη) ~, εγκαταλείπω κπ., όταν πια δεν τον έχω ανάγκη και αφού πήρα από αυτόν ό,τι χρειαζόμουν. ΦΡ παίρνω κπ. με τις λεμονόκουπες, αποδοκιμάζω έντονα κπ.: Mετά τις βλακείες που είπε, τον πήραν με τις λεμονόκουπες.
[λεμόν(ι) -ο- + κούπα]