Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεμονιά η [lemoná] Ο24 : δέντρο εσπεριδοειδές των θερμών χωρών, που παράγει τα λεμόνια: Aνθισμένες λεμονιές. Tα μαλλιά της νύφης ήταν στολισμένα με άνθη λεμονιάς.
[λεμόν(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- λεμονιά η· λεϊμονιά.
-
- Λεμονιά:
- (Πανώρ. Γ́ 109).
[<ουσ. λεμόνι + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. και σήμ. σε δημ. τραγ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Λεμονιά: