Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεμονής -ιά -ί [lemonís] Ε8 & λεμονί [lemoní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του λεμονιού, κίτρινος: Tρόμαξε πολύ, κιτρίνισε, έγινε λεμονί. || (ως ουσ.) το λεμονί, το λεμονί χρώμα.
[λεμόν(ι) -ής· λεμόν(ι) -ί 4]