Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεμονάτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λεμονάτος, επίθ.
  • Που έχει το χρώμα του λεμονιού, λεμονής:
    • σάρτσα λεμονάτη (Βαρούχ. 6636).

[<ουσ. λεμόνι + κατάλ. ‑άτος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες