Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λελές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λελές ο [lelés] Ο13 : (οικ.) γόνος πλούσιας οικογένειας, λεπτεπίλεπτος και καλομαθημένος· βουτυρόπαιδο.

[λ. νηπιακή(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες