Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεκές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεκές ο [lekés] Ο13 : 1. σημάδι που αφήνει επάνω σε ύφασμα μια ξένη, λιπαρή συνήθ., ουσία· κηλίδα: ~ από λάδι / από μελάνι / από κρασί. Οι λεκέδες από αίμα δύσκολα καθαρίζονται. Έβγαλες το λεκέ απ΄ το πουκάμισό σου; 2. οτιδήποτε μένει επάνω σε μια επιφάνεια και μοιάζει με λεκέ1: H υγρασία άφησε στον τοίχο ένα μεγάλο λεκέ. Σχηματίστηκαν σκούροι λεκέδες πάνω στο δέρμα της από τον ήλιο.

[τουρκ. leke ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες