Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λειψός, επίθ.
-
- 1) Ελλιπής, λιγοστός:
- τα αγαθά τους … λειψά (Ασσίζ. 3031).
- 2) (Προκ. για άνθρωπο ή πράγμα) που λείπει:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1954)·
- να μου στρέψεις τα πέρπυρα τά ένι λειψά (Ασσίζ. 33020).
- 3) Στερημένος, ανικανοποίητος:
- Λειψός εκ την αγάπη μου (Ροδολ. Έ 526).
- 4) Ανάπηρος:
- γερό να σ’ έχει και σωστόν, όχι λειψόν, η φύσις (Φαλιέρ., Ρίμ. 246).
[<σύνθετα επίθ. όπως λείψ‑ανδρος, λειψό‑θριξ με υποχώρηση του β́ συνθ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Ελλιπής, λιγοστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειψός -ή -ό [lipsós] Ε1 : 1. που είναι λιγότερος, μικρότερος, ελλιπής σε σχέση με κτ. που θεωρείται ως όλο, ως μέτρο, ως κανονικό: Tα λεφτά είναι λειψά. Tο κρέας που μου έδωσαν είναι λειψό, ελαφρότερο από το κανονικό βάρος, λιποβαρές, ξίκικο. H παρουσίαση του έργου ήταν λειψή και πρόχειρη. || Λειψό φεγγάρι, που βρίσκεται στην πρώτη ή στην τελευταία φάση. 2α. (μτφ.) για άνθρωπο διανοητικά ανάπηρο: Mη δίνεις σημασία στα λόγια του, είναι ~. β. ατελής, μισοτελειωμένος: Kάνει λειψές δουλειές.
λειψά ΕΠIΡΡ: Εκφράζει τις σκέψεις του ~ και αποσπασματικά, με τρόπο που παρουσιάζει ελλείψεις, κενά. [μσν. λειψός, από σύνθ. όπως ελνστ. λείψανδρος (δες στο λειψ-) (αναδρ. σχημ.)]