Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειψανδρία η [lipsanδría] Ο25 : η έλλειψη ανδρών, ανδρικού πληθυσμού: Στην αρχαία Σπάρτη υπήρχε μόνιμη ~ λόγω των συνεχών πολέμων. Οι φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων έχουν πάντα ~.
[λόγ. < ελνστ. λειψανδρία]