Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειτουργός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λειτουργός ο [liturγós] Ο17 θηλ. λειτουργός [liturγós] Ο34 : 1. αυτός που ασκεί επάγγελμα υψηλής κοινωνικής ευθύνης: Δικαστικοί / εκπαιδευτικοί λειτουργοί. || Kοινωνικός / κοινωνική ~, αυτός που ασχολείται με τα κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων στην ιδιωτική ή στην επαγγελματική τους ζωή παίζοντας συμβουλευτικό ρόλο: Δουλεύει ως κοινωνική ~ σε παιδικό σταθμό / σε νοσοκομείο / σε μεγάλη επιχείρηση. 2. ~ του Yψίστου, κληρικός, ιερωμένος.

[λόγ.: 1: αρχ. λειτουργός `επιφορτισμένος με λειτουργία΄ σημδ. γαλλ. fonctionnaire· 2: ελνστ. σημ.· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
λειτουργός ο.
  • (Εκκλ.) αυτός που ιερουργεί, κληρικός, ιερέας:
    • τους έκλεξ’ ο Θεός … και λειτουργούς τους έβαλε μέσον της εκκλησίας (Ιστ. Βλαχ. 1684).

[μτγν. ουσ. λειτουργός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες