Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειτουργικός -ή -ό [liturjikós] Ε1 : I1. (για πργ.) που εκπληρώνει ικανοποιητικά την ειδική λειτουργία, τον πρακτικό σκοπό για τον οποίο προορίζεται κτ.: Προτιμώ τα απλά και λειτουργικά έπιπλα. Πολλά αρχιτεκτονικά έργα είναι εντυπωσιακά, αλλά καθόλου λειτουργικά. 2. που αναφέρεται στη λειτουργίαI3: Οι μισθοί των εργαζομένων αποτελούν μέρος των λειτουργικών δαπανών μιας επιχείρησης. 3. (ιατρ.) που αναφέρεται σε σωματικές ή ψυχικές λειτουργίες. ANT οργανικός: Λειτουργικές διαταραχές, που οφείλονται σε διαταραχή της λειτουργίας και όχι σε βλάβη οργάνων του σώματος. 4. που αναφέρεται στη λειτουργίαI5: Λειτουργική γλωσσολογία, σχολή που μελετάει τα γλωσσικά στοιχεία από την άποψη του ρόλου τους μέσα στη δομή μιας γλώσσας. Λειτουργική θεωρία, ο φονξιοναλισμός. II. (εκκλ.) που αναφέρεται στη λειτουργική: Λειτουργικά βιβλία, εκκλησιαστικά βιβλία που χρησιμοποιούνται για την τέλεση της θείας λατρείας.
λειτουργικά ΕΠIΡΡ στη σημ. I. [λόγ.: II: ελνστ. λειτουργικός· Ι: σημδ. γαλλ. fonctionnel]