Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λειανός, επίθ.
-
- α) Λεπτός, λιγνός:
- λειανό καλάμι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13423)·
- β) στενός, στενόμακρος:
- το Μακάνο έναι κάβος λειανός (Πορτολ. Α 3628)·
- γ) προκ. για ζώα μικρόσωμα, πρόβατα και κατσίκια:
- (Διήγ. πανωφ. 60), (Βαρούχ. 20515)·
- δ) (προκ. για πλοίο) που έχει λεπτό σκαρί:
- κάτεργα … λειανά (Χρον. σουλτ. 8228)·
- ε) (προκ. για αβγά) μικρός, λεπτός:
- (Κατζ. Δ́ 65)·
[<επίθ. λείος + κατάλ. ‑ανός. Η λ. στο Somav. (λια‑) και σήμ. (ά. γρ. λια‑)]
- α) Λεπτός, λιγνός: