Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λειαίνω [liéno] -ομαι Ρ7.2 : 1. καθιστώ κτ. λείο με κάποια επεξεργασία (π.χ. ξύσιμο ή τρίψιμο): Tρίβει την τραχιά επιφάνεια του ξύλου με γυαλόχαρτο για να τη λειάνει. H πέτρα είναι καλά λειασμένη. 2. (μτφ.) εξομαλύνω κτ.: ~ το λόγο μου / ένα κείμενο, αφαιρώ τις οξύτητες.

[λόγ. < αρχ. λεαίνω, λειαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες