Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειαίνω [liéno] -ομαι Ρ7.2 : 1. καθιστώ κτ. λείο με κάποια επεξεργασία (π.χ. ξύσιμο ή τρίψιμο): Tρίβει την τραχιά επιφάνεια του ξύλου με γυαλόχαρτο για να τη λειάνει. H πέτρα είναι καλά λειασμένη. 2. (μτφ.) εξομαλύνω κτ.: ~ το λόγο μου / ένα κείμενο, αφαιρώ τις οξύτητες.
[λόγ. < αρχ. λεαίνω, λειαίνω]