Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεηλατώ [leilató] -ούμαι Ρ10.9 : 1. κάνω αρπαγές με τη βία και σε μεγάλη έκταση (σε καιρό πολέμου)· πλιατσικολογώ, λαφυραγωγώ: Οι στρατιώτες λεηλατούσαν την πόλη επί τρεις μέρες. Λεηλατήθηκαν ακόμα και οι εκκλησίες. 2. ληστεύω, κατακλέβω: Οι κλέφτες μπήκαν στο διαμέρισμα / στο κατάστημα και το λεηλάτησαν. 3. (μτφ.) αντλώ, αντιγράφω σε μεγάλη έκταση: Πολλοί νεότεροι έχουν λεηλατήσει τη φρασεολογία και το ύφος του Kαβάφη.
[λόγ. < αρχ. λεηλατῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- λεηλατώ.
-
- Λαφυραγωγώ, ληστεύω, ερημώνω:
- (Ριμ. Βελ. ρ 788).
[αρχ. λεηλατέω. Η λ. και σήμ.]
- Λαφυραγωγώ, ληστεύω, ερημώνω: