Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεγεώνα η [lejeóna] Ο26 : στρατιωτική μονάδα του ρωμαϊκού στρατού. || στρατιωτικό σώμα που αποτελείται από αλλοδαπούς εθελοντές ή μισθοφόρους: H Λεγεώνα των Ξένων, γαλλικό στρατιωτικό σώμα στην Aφρι κή, αποτελούμενο από αλλοδαπούς μισθοφόρους.
[λόγ. < ελνστ. λεγεών, αιτ. -ῶνα < λατ. legio, αιτ. -onem]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεγεωνάριος ο [lejeonários] Ο20α : οπλίτης λεγεώνας. || (ειδ.) μέλος της Λεγεώνας των Ξένων.
[λόγ. < ελνστ. λεγιωνάριος `στρατιώτης ρωμαϊκής λεγεώνας΄ < λατ. legionarius & σημδ. γαλλ. légionnaire < λατ. legionarius (ι > ε κατά το λεγεών)]