Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεβιάθαν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεβιάθαν ο [leviáθan] Ο (άκλ.) : 1. βιβλικό θαλάσσιο τέρας. 2. (μτφ.) κολοσσιαίο, τερατώδες κατασκεύασμα: Kράτος ~.

[λόγ. < ελνστ. Λευιάθαν τό < εβρ. Liwyāthān]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες