Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβίθα η [levíθa] Ο25 : (οικ.) παράσιτο των εντέρων.
[αρχ. ἕλμινς, ἕλμις, αιτ. ἕλμιθα > ελνστ. υποκορ. *ἑλμίθιον (πρβ. αρχ. ἑλμίνθιον `σκουληκάκι΄) > μσν. μεγεθ. *ελμίθα > *λεμίθα (μετάθ. του υγρού συμφ.) > μσν. λεβίθα (με τροπή του χειλ. [m] σε χειλοδοντικό [v] από επίδρ. του οδοντικού [θ] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- λεβίθα η.
-
- Παρασιτικό σκουλήκι των εντέρων:
- (Σπανός D 1693).
[<αρχ. ουσ. έλμις ‑ιθος (πβ. έλμινς και Georgacas 1960: 480, 497-8). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Παρασιτικό σκουλήκι των εντέρων: