Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβέντης ο [levéndis] Ο10 γεν. πληθ. λεβέντηδων θηλ. λεβέντισσα [levé n disa] Ο27 : 1. αρρενωπός, γεροδεμένος άντρας, ιδίως νέος με ωραίο παράστημα: H μάνα καμαρώνει το λεβέντη της. Ένας ~ μέχρι εκεί πάνω. 2. αυτός που τον χαρακτηρίζει η γενναιότητα, η τόλμη, η ανδρεία· παλικάρι: Ο Έλληνας φαντάρος, ο ~ αυτός που πολέμησε στα χιόνια της Πίνδου. 3. ο ντόμπρος, ευθύς χαρακτήρας, ο μεγαλόκαρδος και αρχοντικός στους τρόπους και στη συμπεριφορά: Tον εμπιστεύομαι / τον εκτιμώ απεριόριστα, είναι ~ σ΄ όλα του. || (ως προσφών.): Γεια σου, λεβέντη μου! ΠAΡ ΦΡ (ειρ.) της φυλακής* τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
[τουρκ. levend `όμορφος, δυνατός νεαρός΄ (από τα περσ.) -ης· λεβέντ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λεβέντης ο.
-
- 1) Πεζοναύτης του οθωμανικού στόλου:
- Δίδει (ενν. ο πασάς) ορδινιά … να βγούσιν οι λεβέντες … να κουρσεύσουσιν την χώραν (Λεηλ. Παροικ. 363).
- 2) Νέος απείθαρχος:
- Η χήρα … να πάρει άνδρα … να είναι χριστιανός και εις τιμήν της, όχι τίποτες λεβέντης (Βακτ. αρχιερ. 294).
[<τουρκ. levend. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Πεζοναύτης του οθωμανικού στόλου: