Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβάντες ο [levándes] Ο14 : (ναυτ.) ανατολικός άνεμος· απηλιώτης.
[ιταλ. levante -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- λεβάντες ο· λεβάντης.
-
- 1) Ανατολή:
- θέλεις ιδεί στη μεριά του λεβάντη τούμπες τρεις (Πορτολ. Β 585).
- 2) (Ως κύρ. όν.) οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου:
- η Δύση κι η Ανατολή και όλος ο Λεβάντες (Κορων., Μπούας 4).
- 3) Ανατολικός άνεμος:
- φράσσει σε ο λεβάντες και ο σιρόκος (Πορτολ. Α 1016).
[<ιταλ. levante. Ο τ. στο Du Cange (‑η). Η λ. και σήμ. ναυτ.]
- 1) Ανατολή: