Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβάντα η [levánda] Ο25 : 1. θαμνώδες, αρωματικό φυτό που τα άνθη και τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία. 2. το ομώνυμο άρωμα.
[ιταλ. lavanda, levanda]