Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λείψανο το [lípsano] Ο42 : 1. (συνήθ. πληθ.) ό,τι έχει απομείνει από κτ. συνήθ. μεγάλο και επιβλητικό, που κάποτε υπήρχε ως όλο· απομεινάρι, υπόλειμμα: Λείψανα αρχαιολογικά / μνημείων / κτισμάτων / πολιτισμών. Tα λείψανα της στρατιάς του Nαπολέοντα. Δύτες ανακάλυψαν τα λείψανα αρχαίου ναυαγίου. Λείψανα πανάρχαιων συνηθειών επιβιώνουν ακόμα και σήμερα. 2α. (συνήθ. πληθ.) το σώμα ή τα οστά αγίων: Λείψανα αγίων. Άγια λείψανα. Aνακομιδή / μετακομιδή των λειψάνων. β. (ως ένδειξη σεβασμού, ευλάβειας) το σώμα του νεκρού: Σηκώνουν το ~, το μεταφέρουν από το σπίτι ή από την εκκλησία στο νεκροταφείο. 3. (μτφ.) α. για υπερβολικά αδύνατο και χλωμό άτομο: H αρρώστια τον έκανε (σαν) ~. Πώς έγινες έτσι, σαν μπαγιάτικο ~ είσαι! β. για πολύ ηλικιωμένο άτομο.
[αρχ. λείψανον]
[Λεξικό Κριαρά]
- λείψανο(ν) το.
-
- 1) Υπόλοιπο, απομεινάρι:
- ζωής … λείψανον (Διγ. Ζ 2923).
- 2)
- α) Νεκρός, πτώμα:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1226), (Μαχ. 3012)·
- (μεταφ.):
- Ένα του πόθου λείψανον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1051])·
- β) (συνεκδ.) κηδεία:
- εις τα καλέσματα τρέχομεν (ενν. οι ιερείς) ολοψύχως, εις λείψανα, εις εορτάς (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 211)·
- γ) κόκαλα ή σώμα αγίου:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 247)·
- λείψανα … μοσχομυρισμένα (Ανακάλ. 67).
- α) Νεκρός, πτώμα:
[αρχ. ουσ. λείψανον. Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- 1) Υπόλοιπο, απομεινάρι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειψανοθήκη η [lipsanoθíki] Ο30 : ειδική θήκη όπου φυλάγονται τα λείψανα ανθρώπων και ιδιαίτερα αγίων.
[λόγ. λείψαν(ον) -ο- + -θήκη]