Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λείος -α -ο [líos] Ε4 : 1. που είναι χωρίς ανωμαλίες και τραχύτητες στην αφή, στην επιφάνεια, ομαλός. ANT τραχύς, ανώμαλος: Δέρμα λείο και απαλό. Tα έπιπλα είναι καλοδουλεμένα με λείες επιφάνειες και χωρίς ανωμαλίες. 2. (ανατ.) Λείες μυϊκές ίνες, που συνίστανται από την ίδια ουσία, ομοειδείς. Λείοι μύες, που χρησιμεύουν για τις κινήσεις των σπλάχνων.
[λόγ. < αρχ. λεῖος]